ἀγουροζημιˬώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουροζημιˬώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγουροζημιˬώνομαι ἀμάρτ. ἀουροζημιˬώνομαι Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. ζημιˬώνομαι, δι’. |ο ‘ιδ. Ζημιώνω.
Σημασιολογία
Ζημιοῦμαι, βλάπτομαι δι᾿ ἀπερισκεψίαν:Παροιμ. Λόον ἄουρο μὴ ρίξῃς, μὴν ἀουροζημιˬωθῇς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA