ἀγουρόλᾳδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουρόλᾳδο
Τυπολογία
ἀγουρόλᾳδο τό, κοιν. ἀγ᾿ρόλᾳδου βόρ. ἰδιώμ. ἀgουρόλᾳδο Κρήτ. ἀgουρόλᾳδου Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ οὐσ. λᾴδι.
Σημασιολογία
1)Ἔλαιον ἰδίᾳ ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, ἀρρυτιδώτων ἢ καὶ πρασίνων ἔτι, ἀρχ. ὠμοτριβὲς ἢ ὀμφάκινον σύνηθ.: Ἔβαλα πρῶτα πρῶτα κ᾿ ἔβγαλα ἕνα ὡραῖο ἀγουρόλᾳδο Ἰθάκ. 2)Τὸ ἐκπιεσθὲν διὰ τῆς πρώτης πιέσεως ὡρίμων ἐλαιῶν ἄνευ χρήσεως θερμοῦ ὕδατος Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Σκίαθ.: Τηγανῖτες ἀπὸ λᾴδι κορφή, ἀγουρόλᾳδο ὅταν θ᾿ ἀνοίξουν μὲ τὸ καλὸ τὰ λα͜ιοτρίβε͜ια Σκίαθ. Συνών. ἄθερμο. 3)Τὸ ἐξ ἀγρίων ἐλαιῶν ἐκθλιβόμενον ἔλαιον Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA