ἀγάλατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγάλατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγάλατος ἐπίθ. Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. γάλα. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀγάλακτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ παρέχων πολὺ γάλα, ἐπὶ ζῴων: Αἰίδ᾿-πρόβατον-χτῆνον ἀγάλατον (αἰγίδι, πρόβατον, ἀγέλας). Συνών. ἀγαλάτωτος 2, ἀγαλάχτωτος, ἄγαλος 1, ἀντίθ. γαλατερός, γαλατωμένος, γαλιˬάρικος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/