ἀγάληˬ᾿-ἀγάληˬας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάληˬ᾿-ἀγάληˬας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγάληˬ᾿-ἀγάληˬας ἐπίθ. Ἤπ. (Ἰωάνν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ κατ᾿ ἐπανάληψιν ἐκφερομένου ἐπιρρ. ἀγάληˬα.
Σημασιολογία
1)Βραδυκίνητος, νωθρός. Συνών. ἀγάληˬος, γαληνός, στάκα-στάκας. 2)Νωθρὸς καὶ βραδὺς τὴν διάνοιαν, δύσνους, μωρός: Προυκουπὴ ἀπ᾿ αὐτὸν καρτιρεῖς; Αὐτὸς εἶν᾿ ἀγάληˬ-ἀγάληˬας. Συνών. ἀγαληˬᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA