ἀγουροξυπνῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροξυπνῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουροξυπνῶ σύνηθ. ἀgουροξυπνῶ Θήρ. Κρήτ. ἀγουροξυπνάω Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Τρίκκ. κ.ἀ.) ἀγουροξυμάου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀγουροξυπνίζω ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. ἐξυπνῶ. Ὁ τύπ. ἀγουροξυμάω ἐκ τοῦ *ἀγουροξυμνάου παρὰ τὸ ἀγουροξυπνάω. Πβ. ἀγρυπνῶ- ἀγρυμνῶ, ἄγρυπνος- ἄγρυμνος. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ συμπλέγματος μν εἰς μ πβ. κρεμνὸς- κρεμός, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 16.

Σημασιολογία

1)Ἀφυπνίζομαι προώρως, πρὸ τῆς συνήθους ὥρας ἢ χωρὶς νὰ κοιμηθῶ ἐπαρκῶς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγουροξύπνησα καὶ δὲν μπόρεσα πεˬὰ νὰ κοιμηθῶ πολλαχ. β)Εἶμαι δύσθυμος ἕνεκα προώρου ἀφυπνίσεως Κρήτ. Νάξ. Πάρ. Σίφν. κ.ἀ.: Ἄφησέ με, γιˬατὶ ἀgουροξύπνησα Κρήτ. 2)Μετβ. ἀφυπνίζω τινὰ προώρως ἔνθ᾿ ἀν.: Ἦρχε τσαὶ μ᾿ ἀγουροξύπνησὲνε Κύθν. Ἀγουροξύπνησαν το τὸ παιδὶ καὶ γιˬ᾿ αὐτὸ κλαίει Νάξ. Δὲν ἐχόρτασα τὸν ὕπνο, γιˬατὶ μ᾿ ἀγουροξυπνήσανε αὐτόθ. Ἀχάραγο ἀκόμα ἦρθε καὶ μ᾿ ἀγουροξύπνησε ὁ καπετὰν Μιχάλης ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 90|| ᾎσμ. Ἀπόψ᾿ ἀποκοιμήθηκα σὲ μιˬὰ gορφὴν ἀπάνω κ᾿ ἦρθε τ᾿ ἀηˬδόνι τῆς αὐγῆς κιˬ ἀgουροξύπνησέ με Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/