ἀγριόκλαμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόκλαμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριόκλαμα τό, Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κλάμα ἢ ἐκ τοῦ ρ. ἀγριοκλαίω.
Σημασιολογία
’Ισχυρόν, δυνατὸν κλάψιμον: Εἶd’ ἀγριόκλαμα ’ν’ ποῦ τὸ κάνει εὐτός! Θαρεῖ κἀνεὶς πῶς κοιλιˬοπονᾷ (τί ἀγρ. εἶναι ποῦ κάνει αὐτός! Νομίζει κἀνεὶς ὅτι πρόκειται νὰ γεννήσῃ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA