ἀδερφομοίρασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφομοίρασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀδερφομοίρασμα τό, ἀμάρτ. ἀδελφομοίρασμα Λεξ. Κομ. ἀδιρφουμοίρασμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδερφομοιράζω. Τὸ ἀδελφομοίρασμα καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἡ μεταξὺ ἀδελφῶν διανομὴ τῆς κληρονομικῆς περιουσίας Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 2) Τὸ μερίδιον τὸ προελθὸν ἐκ τῆς μεταξὺ ἀδελφῶν διανομῆς τῆς κληρονομικῆς περιουσίας Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): Αὐτὸ τοὺ κουπάδ’ εἶνι ἀδιρφουμοίρασμα Ἀδριανούπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/