ἀγριοκοιτάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοκοιτάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγριοκοιτάζω, ἀγριοκοιτῶ ἐνιαχ. ἀγριοκοιτάω πολλάχ. ἀγριο’τῶ Ἤπ. κ.ἀ. ἀγριοκοιτάζω σύνηθ. ἀγριουκοιτάζου Θρᾴκ. κ.ἀ. ἀγριου’τάζου Ἤπ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄγρια καὶ τοῦ ρ. κοιτάζω, παρ’ ὃ καὶ κοιτῶ. Πβ. ΑΧατζῆν ἐν ’Αθηνᾷ 41 (1929) 207 κἑξ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Προσβλέπω τινὰ βλοσυρῶς σύνηθ.: Τι' μ᾿ ἀγριοκοιτάζεις, βρέ; Δὲ σὲ φοβοῦμαι! σύνηθ. Τί μ᾿ ἀγριου’τᾷς, οὐρέ; Ἤπ. Συνών. ἀγριοβλέπω, ἀγριοθωρῶ, ἀγριοξανοίγω, ἀγριοξεικάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/