ἀγάλλιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάλλιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγάλλιˬασμα τό, Ἤπ. (Ἰωάνν. Κόνιτσ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγαλλίασμα.
Σημασιολογία
Ἀπόλαυσις, τέρψις ἔνθ᾿ ἀν.: Τοὺ φαεῖ ἧταν ἀγάλλιˬασμα (ἐπροξένησε πολλὴν ἡδονὴν) Ἤπ.|| Φρ. Τώρᾳ εἶνι ἀγάλλιˬασμα! (λέγεται συνήθως ὑπὸ τῶν γεωργῶν μετὰ τὴν συγκομιδὴν τῶν γεωργικῶν προϊόντων καὶ τῶν ποιμένων μετὰ τὴν πώλησιν τῶν ἀμνῶν) Ἰωάνν. Συνὼν. ἀγαλλιˬασμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA