ἀγουροφάγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροφάγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγουροφάγος ὁ, Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λακεδ. Λακων. Λάστ. Σαραντάπ. Τρίκκ.) κ.ἀ. ἀγουροφάος Εὔβ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. ἀγ᾿ρουφάους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγουροφάγης Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἤπ. ἀγουροφάῃς Ἤπ. Στερελλ. (Λεπεν.) ἀγ᾿ρουφάης Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀγουροφάς Ἀνάφ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Νάξ. Πελοπν. (Λακων.) Σίφν. Χίος ἀγγουροφάγος Πελοπν. (Γορτυν. Δημητσάν. Λακεδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ -φάγος, ὃ ἐκ τοῦ ἔφαγα ἀορ. τοῦ ρ. τρώγω.

Σημασιολογία

Ὁ μήπω ὡρίμους τρώγων τὰς ὀπώρας, ὁ κλέπτων αὐτὰς ἔτι ἀώρους ἔνθ᾿ ἀν.: Παροιμ. Ἀγουροφάγος ἔφαγε κιˬ ὁ οὑρ᾿μοφάγος καρτερεῖ (ἐπὶ τῶν ὀπωρῶν, ὅτι ὁ ἔχων τὸ ὀπωροφόρον δένδρον ἀναμένων νὰ δρέψῃ τὸν καρπὸν ὥριμον προλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ κλέπτοντος αὐτὸν ἄωρον ἔτι) Λακεδ. Ὁ ἀγουροφάος θὰ φάῃ, ὁ μεστοφάος δὲ θὰ φάῃ Μάν. Ἀγ᾿ρουφάης ἔφαϊ, οὑ γουρ᾿μουφάης ἔμ᾿κι Αἰτωλ. Ὁ ἀγουροφάς ἐκέρδεξεν τὸν ὡριμοφά Χίος Κάλλιˬα ἀγ᾿ρουφάης πάρα γουρ᾿μουφάης Ζαγόρ. Ἰδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,277 κἑξ. Ἀντίθ. καμωφάγος, ὡριμοφάγος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/