ἀδερφοποιτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφοποιτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀδερφοποιτὸς ὁ, ἀδελφοποιτὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σκίαθ. ἀδερφοποιτὸς Ἤπ. ᾿Ιων (Σόκ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν. (Τρίκκ. Λάκων.) ἀδρεφοποιτὸς Παξ. ἀδερφοπτὸς Ἤπ. ἀδρεποφτὸς Θεσσ. (Ἁλμυρ.) ἀδερφοφτὸς Κρήτ. (Βιάνν.) ἀδερφοχτὸς Κρήτ. ἀδιρφουπτὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. ᾿Ιωάνν.) Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀνασελ. κ.ἀ.) ἀδιρφουφτὸς Μακεδ. (Σισάν. κ.ἀ.) ἀδιρφουχτὸς Σάμ. ἀδριφουπτὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀδιρπουφτὸς Β.Εὔβ. ἀδριπουφτὸς Θεσσ. (Πήλ.) ἀδριπουπτὸς Θρᾴκ. ἀερφοποιτὸς Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. ἀδαρφουποιτὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) ’δερφοποιτὸς Νάξ. Θηλ. ἀδιρφουπτέα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀδιρπουφτῖνα Εὔβ. (Χαλκ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀδελφοποιητός. Ὁ τύπ ἀδελφοποιτὸς καὶ ἐν Χρον. Μορ Η 3936 (ἔκδ. JSchmitt) «τότε σὲ κάμνει σύντεκνον ἢ ἀδελφοποιτόν του». Ὁ τύπ. ἀδερφοχτὸς ἐκ τοῦ ἀδερφοφτὸς κατ᾿ ἀνομ. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 208.

Σημασιολογία

1) Ὁ διὰ θρησκευτικῆς τελετῆς συνδεόμενος πρὸς ἄλλον δι᾽ ἱερᾶς καὶ ἀρρήκτου φιλίας ἐπισφραγιζομένης δι᾿ ἐνόρκου ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου διαβεβαιώσεως τῶν ἀδελφοποιουμένων, ὅτι θὰ βοηθοῦν ἀλλήλους ἐν πολέμῳ καὶ ἐν κινδύνῳ καὶ θὰ δεικνύουν καθ’ ὅλον αὑτῶν τὸν βίον ἀδελφικὴν ἀγάπην καὶ ἀμοιβαίαν πίστιν, ἀφοσίωσιν καὶ προστασίαν. Ἡ ἀδελφοποιία ἐτελεῖτο συνήθως, παρούσης ἐνίοτε καὶ μικρᾶς παρθένου, διὰ τῆς ὑπὸ τῶν ἀδελφοποιουμένων ἀνταλλαγῆς τῶν ἑαυτῶν ὅπλων ἢ τῶν χιτώνων ἢ διὰ τῆς ἀναμείξεως τοῦ ἑαυτῶν αἵματος (δι᾿ ἀμυχῆς γινομένης εἴς τι μέρος τοῦ σώματος) καὶ δι᾿ ἀσπασμοῦ ἀλλήλων ἀπαγγελλόντων τὴν ἑξῆς φράσιν: «Ἡ ζωή σου εἶναι ζωή μου καὶ ἡ ψυχή σου ψυχή μου». (πλείονα ἰδ. παρὰ ΚΡάλλῃ ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 3 <1906/7> 293 κἑξ. Ἰδ. καὶ Μ. Ἐγκυκλ. ἐν λ. ἀδελφοποιία) πολλαχ.: ᾌσμ. ’Σ τὸν ἅι – Γεˬώργι bήκανε νὰ κάμουν ὁμιλία κιˬ ἀδερφοχτοὶ γινήκανε μέσα ’ς τὴν ἐκκλησία Κρήτ. Βούηˬθα μου, σκύλλ’ ἀδερφοχτέ, κιˬ ὁ Τοῦρκος θὰ μὲ φάῃ αὐτόθ. Τὸν εἶχα ἀδερφοποιτό, τὸν εἶχα πρῶτο φίλο Ἤπ. Συνών βλάμης, μπράτιμος, σταυραδέρφι, σταυραδερφός. Πβ. ἀδαμασίτσα. 2) Φίλος λίαν στενὸς ὡς ἀδελφὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κάσ. Κρήτ. Νάξ. Παξ. κ.ἀ.: Εἶναι οἱ δυ͜ό τους ἀδερφοποιτοὶ Κεφαλλ. Γνωριστήκανε ’ς τὴν ξενιτε͜ιὰ καὶ γινήκανε ἀδρεφοποιτοὶ Παξ. Οἱ δασκά’ δὲν πρέπ’ νὰ μαλώνουν, γιˬατὶ εἶνι ἀδριφουπτοὶ Μάδυτ. Ἔ, ἀδερφοποιτέ! (προσφώνησις πρὸς γνωστὸν καὶ οἰκεῖον) Κεφαλλ. Ἔ, ἀδερφοχτέ! (προσφώνησις φιλικὴ πρὸς ἄγνωστον) Κρήτ. Συνών. βλάμης, σταυραδερφός. Πβ. ἀδερφός, ἀνθρωποιτός, κουμπάρος, φίλος. || ᾎσμ. Ἤβγηκε κ᾿ ἐχαιρέτησε ’δερφοποιτοὶ καὶ ξένοι Νάξ. β) Ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν χαρακτῆρα, τὰ αὐτὰ φυσικὰ γνωρίσματα πρός τινα ἄλλον Θεσσ. (Ἀλμυρ.): Ὅπως ἐγω λυποῦμαι νὰ ξοδέψω, ἔτσι καὶ ἡ δασκάλα σου, παιδί μου, εἶναι ἀδρεποφτή μου 3) Ὁ ἄγνωστος, ὃν συναντῶσα ἡ στεῖρα γυνὴ ἢ τῆς ὁποίας τὰ τέκνα ἀποθνῄσκουν, ἐναγκαλίζεται καὶ μεταβαίνει μετ’ αὐτοῦ νὰ ἀκούσῃ εὐχὴν τοῦ ἱερέως ἐπὶ τῷ σκοπῷ νὰ ἀποκτήσῃ τέκνα ἢ νὰ μὴ ἀποθνῄσκουν τὰ ὑπ᾽ αὐτῆς γεννώμενα Κάρπ. 4) Φίλος ἢ συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ ἢ τῆς νύμφης κατὰ τὴν τελετὴν τοῦ γάμου ἱστάμενος παρὰ τοὺς νυμφίους καὶ συνοδεύων τὸν γαμβρόν, παράνυμφος Εὔβ. (Χαλκ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ζαγορ κ.ἀ.) Ἴων. (Σόκ.) κ.ἀ.: Θανὰ εἶμ᾽ ἀδιρφουπτὸς ’ς τὴ χαρά σ’ Ζαγόρ ‖ ᾎσμ. Καὶ σε͜ιεῖ καὶ τὰ φτερούγιˬα της ǀ καὶ πέφτουν τὰ λουλούδιˬα της, ποῦ τὰ μαζώνουν ἄρχοντες ǀ καὶ κάνουν τὸ ροδόσταμο καὶ ραίνουν νύφη καὶ γαμπρό, | κουμπάρο κιˬ ἀδερφοποιτὸ Σόκ. Συνών. βλάμης, μπράτιμος, παραγαμπρός. β) Θηλ., κόρη μικρά, ἥτις κατὰ τὴν μετάβασιν τῆς νύμφης ἐκ τῆς πατρικῆς εἰς τὴν συζυγικὴν ἑστίαν προπορεύεται αὐτῆς κρατοῦσα κλάδον ἐστεφανωμένον δι᾿ ἐρίων ἢ μετάξης Μακεδ. (Σισάν.) γ) Θηλ. πληθ., νεάνιδες ζυμώνουσαι τὴν ζύμην πρὸ τοῦ γάμου πρὸς κατασκευὴν μεγάλου ἄρτου λεγομένου μπογάτσα, ὄστις μετ᾽ ἄλλων δώρων στέλλεται εἰς τὴν νύμφην Μακεδ. (Ἀνασελ.) δ) Ἄρρεν παιδίον κοσκινίζον τὸ διὰ τὰ προζύμια τοῦ γάμου ἀναγκαιοῦν ἄλευρον Μακεδ. (Ἀνασελ.) ε) Πληθ., οἱ τιμητικῶς ὑπηρετοῦντες κατὰ τὸν γάμον, δηλ κομίζοντες φαγητὰ εἰς τοὺς κεκλημένους, φροντίζοντες περὶ τῆς ἐκ συγγενικῶν οἴκων προμηθείας τῶν διὰ τὸν γάμον ἀναγκαιούντων σκευῶν καὶ ἐπίπλων κττ. Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/