ἀγουροφυτεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροφυτεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουροφυτεύω Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. φυτεύω.

Σημασιολογία

Φυτεύω τὰ κλήματα τῆς ἀμπέλου εἰς νέαν φυτείαν ἅμα τῇ ἀποκοπῇ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ στελέχους χωρίς, ὡς ἁρμόζει, νὰ θάψω αὐτὰ εἰς λάκκον, ἵνα οὕτω προπαρασκευασθοῦν εἰς ἀσφαλῆ ριζοβολίαν καὶ βλάστησιν, ἀώρως, ἀκαίρως φυτεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/