ἀγάμητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάμητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγάμητος ἐπίθ. Κυκλ. κ.ἀ. ἀγάμ᾿τους Μακεδ. Σάμ. κ.ἀ. ἀγάμετος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γαμῶ. Πβ. μεταγν. ἀγάμητος, ὅπερ σημαίνει ἄγαμος. Πολυδ. Ὀνομαστ. 3,47 «τῶν δὲ νέων κωμῳδῶν τινὲς τὸν ἄγαμον ἀγάμητον εἰρήκασιν».
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
Παθ. ὁ μὴ βινηθείς, ὁ μὴ συνουσιασθεὶς Μακεδ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Σάμ. κ.ἀ. Ἐνεργ. ὁ μὴ βινήσας Κυκλ.: Πέθανε ἀγάμητος καὶ πάει παρθένος ᾿ς τὸν ἄλλο κόσμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA