ἀγαναχτεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαναχτεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγαναχτεˬὰ ἡ, ᾿γαναχτέα Πόντ. (Κερασ.) ᾿γαναχτία Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγαναχτῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἀγαλλία παρὰ τὸ ἀγαλλιˬῶ.

Σημασιολογία

Κάματος, ταλαιπωρία, σωματικὴ ἐξάντλησις: Ἐκολύμπεσεν, ἐκολύμπεσεν, κιˬ ἀσ᾿ σὸ πολλὰ τὴν ᾿γαναχτίαν ἑφῆκεν τῆ λόγ᾿ ἀτ᾿ καὶ μὲ τὰ μοιρολογίας ἐπνίγεν (ἐκολύμβησεν, ἐκολύμβησεν, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐξάντλησιν ἄφησε τὸν ἑαυτὸν του καὶ μὲ μοιρολόγια ἐπνίγη). Πβ. ἀγαναχτῶ 2. Συνών. ἀγανάχτιˬο 1, ἀγαναχτισμός 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/