ἀγαναχτέας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαναχτέας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγαναχτέας ἐπίθ. Πόντ. (Κοτύωρ.) ᾿γαναχτέας Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγαναχτῶ.

Σημασιολογία

Ὁ καταλαμβανόμενος ὑπὸ ἀδημονίας καὶ στενοχωρίας, ὁ ἀγανακτῶν: Ἄτς ἀγαναχτέας μ᾿ εἶσαι (μὴ στενοχωρῆσαι ἔτσι, τόσον). Συνών. στενόκαρδος, στενόχωρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/