ἀδερφοφάγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφοφάγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀδερφοφάγος ὁ, Κεφαλλ. Πελοπν. (Μεσσ. Μεσσήν.) ἀδερφοφάος Κεφαλλ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀδερφοφάς Σύμ Χίος κ.ἀ. ἀδιρφουφάους Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ του οὐσ. ἀδερφὸς και του -φάγος, ὅ ἐκ τοῦ ἔφαγα ἀορ. τοῦ ρ. τρώγω.
Σημασιολογία
1) Ὁ φονεύσας ἢ συνεργήσας εἰς φόνον ἀδελφοῦ Πελοπν. (Λακων. Μεσσ. Μεσσήν.) Σάμ.: Μωρέ, αὐτὸς ἔγινε ἀδερφοφάγος Μεσσήν. κ.ἀ. β) Ὁ ἀδικήσας ἢ βλάψας τὸν ἀδελφόν του κατὰ τὴν διανομὴν κληρονομίας κττ. Κεφαλλ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων.) Σάμ. Χίος: Ἀδέρφι εἶσαι σύ; Ἐσὺ εἶσαι ἀδερφοφάος! Νάξ. γ) Ἀνθρωπος σκληρός, αἱμοβόρος Κεφαλλ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων.): Πρόσεχέ τον, γιˬατὶ αὐτὸς εἶναι ἀδερφοφάος Λακων. 2) Ὁ παῖς ὁ φέρων ὄλεθρον, θάνατον εἰς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ κατὰ τὰς λαϊκὰς δοξασίας (πβ. ΝΠολίτ Παραδ. 2, 1258) Σύμ. Χίος κ.ἀ. Συνών. ἀδερφοδιˬώχτης 1. β) Ἡ καταστρεπτικὴ ἐπήρεια ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν Χίος κ.ἀ.: Αὐτὸς ἔχει ἀδερφοφά Χίος. Συνών. ἀδερφοδιˬώχτης 1 β. γ) Εἶδος νόσου Πελοπν. (Λακων.): Ἔχει βγάλει αὐτὸς ἀδερφοφάο, πρόσεχε νὰ μὴ σὲ κολλήσῃ. Πβ. ἀβγοφάγος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA