ἀγανάχτητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγανάχτητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγανάχτητος ἐπίθ. Κυκλ. κ.ἀ. ἀγανάχτετος Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. κ.ἀ.) ἀγανάχτιστους Μακεδ. ἀγανάχτιος Παξ.
Ετυμολογία
Ἡ ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ᾿γαναχτῶ ἢ κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ πλήρους τύπ. ἀγαναχτῶ ἄνευ συνθέσεως, τὴς σημ. τῆς στερήσεως γεννηθείσης ἐκ τοῦ ἀρκτικοῦ α καὶ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α. Τὸ ἀγανάχτιος ἐκ τοῦ ἀμάρτ. ἀγανάχτιγος. Πβ. ΙΚακριδ. ἐν Ἀθηνᾷ 38 (1926) 194 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Παθ. ὁ μὴ ὑφιστάμενος ταλαιπωρίας καὶ βάσανα Κυκλ. κ.ἀ.: Χαρὰ ᾿ς ἐσένα ποῦ δὲν ἔχεις παιδιὰ κ᾿ εἶσαι ἀγανάχτητος Κυκλ. β)Ὁ μὴ ὑποστὰς κόπωσιν καὶ ἐξάντλησιν σωματικήν, ἀκάματος Μακεδ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. κ.ἀ.): Οὕλοιν᾿ γαναχτεμέν᾿ εἶναι, ἐγὼ μόνο ἀγανάχτετος εἶμαι (ὅλοι κουρασμένοι εἶναι, ἐγὼ μόνον δὲν ἔχω κουρασθῇ) Ὄφ. 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν κόπον ἢ ὁ μὴ ὢν προϊὸν κόπου Παξ. Πόντ. (Κερασ.): Ψωμὶ ἀγανάχτιο (διὰ τὴν ἀπόκτησιν τοῦ ὁποίου δὲν ἐμόχθησέ τις) Παξ. Ἀγανάχτετον ψωμὶν τρώγω (τρώγω ψωμὶ χωρὶς νὰ κουράζωμαι, ζῶ ἐν εὐμαρείᾳ) Κερασ. Ἀντίθ. ψωμὶν ᾿γαναχτεμένον (δι᾿ ὃ ἰδ. ἀγαναχτῶ Α1β).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA