ἀγανάχτιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγανάχτιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγανάχτιˬο τό, ἀμάρτ. ᾿γανάχτιˬο Παξ. ᾿γανάχτιˬου Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγαναχτῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. γέλιˬο, κολάκιˬο, λεροφόριˬο, συγύριˬο κτλ. ἐκ τῶν ρ. γελῶ, κολακεύω, λεροφορῶ, συγυρίζω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,66 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Ὑπερβολικὸς κόπος, ταλαιπωρία, καταπόνησις Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.): Ἀπὸ τοὺ ᾿γανάχτιˬου τ᾿ ἔφτυσι αἷμα Ἤπ. Ὅλου ᾿γανάχτιˬα Ζαγόρ. Πβ. ἀγαναχτῶ Α2. Συνών. *ἀγαναχτεˬά, ἀγαναχτισμὸς 2. 2)Πληθ. γανάχτιˬα, τὰ διὰ κόπου ἀποκτηθέντα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πάξ.: Δὲν ἔζησε νὰ χαρῇ τὰ ᾿γανάχτιˬα του (νὰ ἀπολαύσῃ τοὺς καροὺς τῶν μόχθων του) Παξ. Δὲ χάρ᾿κι τὰ ᾿γανάχτιˬα τ᾿ Ζαγόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/