ἀδέρφωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδέρφωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδέρφωμα τό, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) –ΣΧασιώτ. Γεωργ. Ἡμερολ 4 ΓΣακελλαροπ. Ἀνοιξιάτ. γεννήμ. 39.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ ρ. ἀδερφώνω.
Σημασιολογία
1) Συμφιλίωσις, συνδιαλλαγὴ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) 2) Τὸ φύεσθαι τὸν σῖτον, τὴν κριθὴν ἢ ἀραβόσιτον πολυκάλαμον, μὲ παραφυάδας ΓΣακελλαρόπ. ἔνθ’ ἀν. ΣΧασιώτ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA