ἀγάνεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγάνεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγάνεμα τό, Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγανεύω.

Σημασιολογία

Ἡ καταδίωξις θηράματος ἐν κυνηγίῳ. Συνών. ἀγανεˬὰ 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/