ἀδευτέριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδευτέριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδευτέριστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀδιφτέρ’στους Θεσσ. Μακεδ. (Τσαρίτσ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δευτεριστὸς<δευτερίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καλλιεργηθεὶς ἐκ δευτέρου, ἐπὶ ἀγρῶν, ἀμπελώνων κττ. ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀμπέ’ εἶνι ἀδιφτέρ’στου Τσαρίτσ. Τ’ ἄφ’κι ἀδιφτέρ’στου τ’ ἀμπέ’ κ᾽ ἤβγαλι χουρτάριˬα Θεσσ. Συνών. ἀδευτέρωτος 1 β, ἀδιάβαστος 5, ἀντίθ. δευτερισμένος (ἰδ. δευτερίζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA