ἀθασόγαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθασόγαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀθασόγαλο τό, ἀμάρτ. χασόαλον Κάρπ. δασόαλο Πάτμ. ἀσ-σασόαλους ὁ, Λυκ. (Λιβύσσ.) χασόαλος Μεγίστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀθάσι καὶ γάλα.
Σημασιολογία
Τὸ ἐξ ἀμυγδάλων ἐκχύλισμα, γαλάκτωμα ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀθάσι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA