ἀγριολάπαθο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριολάπαθο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριολάπαθο τό, πολλαχ. ἀgριγιˬολάbαθο Κρήτ. ἀγριολάπατο Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ἀγριουλάπατου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγράπασε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. λάπαθο.

Σημασιολογία

Διάφορα ἀγριολαχανικὰ τοῦ γένους τοῦ λαπάθου (rumex) τῆς τάξεως τῶν πολυγονωδῶν (polygonaceae), συνήθως ὑποξίνου χυμοῦ 1) Λάπαθον τὸ ὑδρολάπαθον (rumex aquaticus), φυτὸν φίλυδρον, τὸ ἱππολάπαθον τοῦ Διοσκορ. (2,141) πολλαχ. Συνών. νερολάπαθο. 2) Λάπαθον τὸ Ἑλληνικὸν (rumex Graecus), τὸ κηπευτὸν λάπαθον τοῦ Διοσκορ. (2,140) Τσακων. -ΘΧελδράιχ 79. Συνών. λάπαθο. 3) Λάπαθον τὸ συνεσπειρωμένον (rumex conglomeratus) Θεσσ. (Λάρισ.) -ΘΧελδράιχ 79. Συνών. κόπανος, ξινήθρα. 4) Λάπαθον τὸ βουκεφαλοφόρον (rumex bucephalophorus) -ΘΧελδράιχ 79.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/