ἄθελα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄθελα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄθελα ἐπίρρ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Καλαβρυτ.) κ.ἀ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,64 (ἔκδ. Μαρασλῆ) ΓΜαρκορ. Μικρὰ ταξίδ. 170 ἄθιλα Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. κ.ἀ. ἀνάθελα Νάξ. Πελοπν. (Βαλτέτσ.) Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄθελος.
Σημασιολογία
Ἀκουσίως, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ τις ἔνθ’ ἀν.: Ἄθελά μου Καλάβρυτ. Ἄθελα τῆς μάννας μου-τῶν γονεῶν μου κτλ. αὐτόθ. Παρεξηγήθηκα ἄθελά μου αὐτόθ. Ἡ γρα͜ιὰ ἄθελα κρεμάστηκε ’ς τὸ λαιμό dου Σωζόπ. ᾽Ανάθελά μου τὰ πούλησα Νάξ. Ἀνάθελα τὸν ἔφεραν Σύμ. || Ποίημ. Γιˬὰ νὰ μὴ πάρῃ τὴ βοὴ ἄθελα καὶ τὴ φέρῃ ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. Μὴν ἔχῃς βάρος, ἄθελα μοιρολογοῦν ἐκεῖνοι ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἄβουλα 1, ἀβουλῆς, ἄγνωμα, ἀγνωμάτιστα, ἀθέλητα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA