ἀθέμιτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθέμιτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀθέμιτος ἐπίθ. Οὐδ. πληθ. ἀθέμιτα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ᾿θέματα ᾽Αθῆν. (παλαιότ.) Βάρν. Θήρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ.) Κάρπ. Κυκλ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (’Αρκαδ. Λακων.) Πόντ. (Σινώπ.) Χίος κ.ἀ ’τέματα Καππ. (’Αραβάν.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀθέμιτος. Περὶ. τῶν οὐδ. τύπ. πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,478 καὶ ΣΨάλτην ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1914) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 108 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Οὐδ. πληθ., ἀνόητοι, ἀπερίσκεπτοι πράξεις, ἐν συνεκφ. μετὰ τῶν λ. ἄρρητα ἢ ἄρρατα καὶ καώματα πολλαχ. Ἦρτεν κ᾿ ἤκαμεν ἄρρατα ᾽θέματα, ὀργῆς καώματα Κάρπ. || Παροιμ. φρ. ᾿Θέματα καώματα αὐτόθ. Ἄρρατα θέματα αὐτόθ. 2) Οὐδ. πληθ, ἀσυναρτησίαι, φλυαρίαι, ἐν συνεκφ. μετὰ τῆς λ. ἄρρατα ἔνθ᾽ ἀν.: Μοῦ ’πε ἄρρατα ’θέματα ᾽Αρκαδ. Τί ἐλέετε; -Ἄρρατα ᾿θέματα Σινώπ. Ἄρρατ’ ἀθέμιτα Οἰν. Ἄρρατα τσὶ ’θέματα Λέσβ. || Παροιμ. φρ. Ἄρρατα ᾽θέματα͵ κουκκιˬὰ μαγειρεμένα (ἐπὶ ἀσυναρτησιῶν, φλυαριῶν) ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Βάρν. Κυκλ. Χίος κ.ἀ. Πβ. ἄρρητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/