ἀθένη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθένη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀθένη ἡ, Κύπρ. (᾿Αγκλεισίδ. Χοιροκοιτ.)

Ετυμολογία

Ἴσως ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνθένιˬος διὰ τοῦ διαμέσου τύπ. *ἀθένος.

Σημασιολογία

1) Τὸ πρῶτον μετὰ τὸν τοκετὸν τῶν προβάτων ἀμελγόμενον γάλα, τὸ ὁποῖον πήγνυται ἄνευ πυτίας ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀχνεˬά. 2) Πολτώδης μᾶζα, χυλὸς Κύπρ. (’Αγκλεισίδ.): Τὰ κουτιˬὰ ἐγινῆκαν ἀθένη (ἐψήθησαν τόσον καλῶς, ὥστε ἔγιναν ὡς ἡ ἀθένη, ἥτις εἶναι ἡμίπηκτος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/