ἀδιˬάβαλτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬάβαλτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιˬάβαλτος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) ἀδιˬάβαρτος Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. διˬαβαλτὸς<διˬαβάλλω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ διαπεραιωθείς, ὁ μὴ φθάσας εἰς μέρος τι: Εἶναι ἀδιˬάβαρτος ἀκόμη ᾿ς τὸ χωριˬό. Ἀντίθ. διˬαβαλμένος (ἰδ. διˬαβάλλω). 2) ’Ισχυρογνώμων: ’Σ τὴ γνώμη ἀδιˬάβαλτος εἶναι αὐτός. Μὴ μιλᾷς ᾿ς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, εἶν᾿ ἀδιˬάβαλτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/