ἀδιˬάβαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬάβαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιˬάβαστος ἐπίθ. κοιν. ἀδέβαστος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬαβαστὸς<διˬαβάζω.

Σημασιολογία

Α) Παθ. 1) Ὁ μὴ διαβιβαζόμενος, ἀδιαβίβαστος, ἐπὶ νομισμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν περνοῦν, δὲν ἰσχύουν Πόντ. (Χαλδ.): Ἡ λίρα ἀδέβαστον ἔν’. || Φρ. Ἀδέβαστον παρὰν (ἐπὶ ἀνθρώπου οὐδαμοῦ γινομένου δεκτοῦ). 2) ᾿Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ διαβῇ, νὰ περάσῃ, ἀδιάβατος, ἀπέραστος (α) Ἐπὶ τόπου ἐν γένει Ἤπ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ποτάμ’ ἀδέβαστον Χαλδ. Δρόμος ἀδέβαστος Τραπ. Συνών. ἀδιάβατος 1 (α). (β) ᾿Επὶ χρόνου Ἤπ.: Ζωὴ ἀδιˬάβαστη. Πβ. μεταγν. «διαβιβάζειν τὴν ἡμέραν, τὸν χειμῶνα». Συνών. ἀδιάβατος 1 (β). 3) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαβιβασθῇ, νὰ διαπερασθῇ διά τινος Παξ.: Αὐτὸ τὸ ἔρ’μο τὸ ψωμὶ εἶναι ἀδιˬάβαστο (δὲν δύναται νὰ περασθῇ ἀπὸ τὸν φάρυγγα). 4) Ὁ μὴ ἐκπλυθεὶς δι’ ἀφθόνου ὕδατος, ἐπὶ ἐνδυμάτων, τὰ ὁποῖα μετὰ τὴν ἐν θερμῷ ὕδατι πλύσιν δὲν ἐπλύθησαν διὰ ψυχροῦ ὕδατος Ἤπ.: Τὰ ροῦχα τὰ ἔχω ἀκόμη ἀδιˬάβαστα Ἤπ. Πβ. ἀπέραστος. 5) Ὁ μὴ ὀργωθεὶς ἐκ δευτέρου, ἐπὶ ἀγροῦ Ἤπ.: Ἔχω τὸ χωράφι μ᾿ ἀδιˬάβαστο. Συνών. ἀδευτέριστος, ἀδευτέρωτος 1 β. 6) Ὁ μὴ ἀναγνωσθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀναγνωσθῇ κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἄφησε τὸ βιβλίο ἀδιˬάβαστο κοιν. Ἀσ᾿ σὰ τρία γράμματα ἐπέμ’νεν ἕναν ἀδέβαστον Χαλδ. || Φρ. Μητὲ τ᾿ ἀδιˬάβαστα δὲ dὸ bιˬάνουν ἔουτον (οὐδὲ αἱ ἀπόρρητοι καὶ μαγικαὶ εὐχαὶ ἐνεργοῦν ἐπ’ αὐτοῦ. ᾿Επὶ δαιμονιζομένου) Σύμ. β) Ὁ στερηθεὶς ἢ ὁ μὴ τυχὼν ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας ἢ εὐχῆς ἱερέως κοιν.: ᾿Επῆεν ἀδιˬάβαστος (ἐτάφη ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς) Κεφαλλ. Τὸ σ᾿τάρ’ εἶν᾽ ἀδιˬάβαστο ἀπὸ τὸν παππᾶ Ἤπ. || Φρ. Αὐτος εἶναι ἀδιˬάβαστος (ἐπὶ ἀνθρώπου κακοῦ) Λακων. Ἀντίθ. διˬαβασμένος (ἰδ. διˬαβάζω). γ) Ὁ μὴ τυχὼν συγχωρήσεως διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, ἀνεξομολόγητος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Εκοινώντσεν ἀδέβαστος (ἐκοινώνησε, μετέλαβε τῶν μυστηρίων) Τραπ. Χαλδ. Β) ᾿Ενεργ. 1) Ὁ μὴ ἀναγνώσας, ὁ μὴ μελετήσας τὸ μάθημά του, ἐπὶ μαθητῶν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Χθὲς τὸ βράδυ ἔμεινες ἀδιˬάβαστος, τί θὰ πῇς τοῦ δασκάλου σου σήμερα; Παξ. ’Επῆεν ᾿ς σὸ σχολεῖον ἀδέβαστος Κερασ. 2) Ὁ μὴ τυχὼν παιδεύσεως, ἀγράμματος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): ᾿Εγὼ εἶμαι ἀδιˬάβαστος Τῆν. Ἀντίθ. διˬαβασμένος (ἰδ. διˬαβάζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/