ἄθεος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄθεος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄθεος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἄθεο Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄθεος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ πιστεύων εἰς Θεόν, ὁ ἄπιστος κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Εἶναι ἕνας ἄθεος αὐτός! κοιν. Ἄφ’σ’ ἀτον, ἀτός ἄθεος ἔν᾿ (ἄφησέ τον, αὐτὸς εἶναι ἄθεος) Χαλδ. ᾿Εγὼ ἄθεος ᾿κ᾿ εἶμαι (δὲν εἶμαι) αὐτόθ. || Φρ. Μπεκρῆδες, οἱ ἄθεοι, πίνασι τὸν ᾍδη (ἐπὶ μεθύσων πινόντων ὑπὲρ τὸ δέον) Σῦρ. 2) ’Ανηλεής, σκληρός, ἰδίᾳ μετὰ τοῦ οὐσ. ξύλο Κεφαλλ. Κῶς κ.ἀ.: Ἔφαε ξύλο ἄθεα (ἐδάφη ἀνηλεῶς) Κεφαλλ. Δῶσ’ του ξύλο ἄθεο αὐτόθ. β) Δριμύς, ἰσχυρὸς Αἴγιν.: ᾎσμ. Κι ὅπο͜ιος τοὺς κατηγορήσῃ | ἄθεους πόνους νὰ γεμίσῃ. Πβ. ἄθεος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/