ἀγριολόγημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριολόγημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριολόγημα τό, ἀμάρτ. ἀγρουλό’μα Μακεδ. ᾿γριλό’μα Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀγριολογῶ (ΙΙ) παρ’ ὃ καὶ 'γριλουγῶ, ὅθεν τὸ ᾿γριλό᾽μα. Διὰ τὸν τύπ. ἀγρουλό᾿μα πβ. ἄγρος παρὰ τὸ ἄγριος.
Σημασιολογία
Τὸ βοτάνισμα τῆς ἀγρώστεως μετὰ τὴν ἀροτρίασιν ἢ τὴν αὔξησιν τοῦ σπαρτοῦ, τὸ καθάρισμα τοῦ ἀγροῦ ἐκ τῶν χόρτων μετὰ τὸ ὄργωμα ἢ ἀφοῦ μεγαλώση τὸ σπαρτόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA