ἀγανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγανίζω ἀμάρτ. ἀγανίζου Μακεδ. (Σισάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγανο.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὠξιδωμένος, ὁ μὴ παρουσιάζων σκωρίαν, ἐπὶ χαλκίνου ἢ ἐν γένει μεταλλίνου σκεύους: Τηγάνι ἀγάνιˬαστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA