ἀγανίκλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγανίκλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγανίκλα ἡ, Ζάκ. Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγανὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίκλα.

Σημασιολογία

1)Πλεκτὸν πρᾶγμα, σπανίως δὲ καὶ ὕφασμα, ἔχον τὴν ὑφὴν ἀραιάν, οὐχὶ πυκνήν: Εἶν᾿ ἀγανίκλα ἡ κάλτσα Ζάκ. -Κεφαλλ. 2)Ἐπιρρηματ. Ἀραιῶς, μόνον ἐπὶ τῆς ὑφῆς πλεκτῶν πραγμάτων: Τὴ δουλεύει τὴ dαντέλλα ἀγανίκλα Κεφαλλ. Συνών. ἀγανὰ 1, ἀντίθ. κρουστά, σφιχτά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/