ἀδιˬάγερτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬάγερτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬάγερτος ἐπίθ. Κάρπ. ἀδιˬάερτος Θήρ. Κάρπ. ἀδιˬάρετος Κάρπ. ἀγιˬάγερτος Κρήτ. ἀγιˬάερτος Κάρπ. Κρήτ. ἀγάερτος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬαγερτὸς<διˬαγέρνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος, ὁ μὴ ἀποδιδόμενος, ἀνεπίστρεπτος Κάρπ.: Παροιμ. φρ. Δανεικὰ κιˬ ἀγιˬάερτα (ἐπὶ χρημάτων δανειζομένων καὶ μὴ ἐπιστρεφομένων) Κάρπ. Συνών. παροιμ. φρ. δανεικὰ κιˬ ἀγύρευτα (ἰδ. ἀγύρευτος), δανεικὰ κιˬ ἀγύριστα (ἰδ. ἀγύριστος). β) Ὁ ἐξ οὗ δὲν ἐπιστρέφει τις, συνήθως ἐπὶ τόπου, τοῦ ᾍδου Κρήτ.: Φρ. ’Σ τὸν τόπο τὸν ἀγιˬάερτο! (ἐνν. νὰ πᾶς. Ἀρὰ) ‖ ᾎσμ. ’Σ τὸν τόπο τὀν ἀγάερτο ἐκε͜ιὰ θελὰ σὲ πάω κ᾿ εἰς τὸν ἀμεταγάερτο νά ᾿χῃς καηˬμὸ μεγάλο 2) Οὐσ. κατὰ παράλειψιν τῆς λ. τόπος, ὁ τόπος ἀπὸ τοῦ ὁποίου δὲν ἐπαναστρέφει τις, ὁ τόπος ποῦ δὲν ἔχει γυρισμό, συνήθως ὁ ᾍδης Θήρ. Κάρπ. Κρήτ. κ.ἀ.: Φρ. Ἄμε’ς τὸν ἀδιˬάερτο! (ἀρὰ) Θήρ. Κάρπ. Πήγαινε ’ς τὸν ἀδιˬάερτο! (ἀρὰ) Κάρπ. Ἄς πάῃ ’ς τὸν ἀδιˬάερτο! (ἀρὰ) Κρήτ. Πβ. ἀγύριστος, ἀμεταγύριστος, ἀμεταδιˬάγερτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA