ἀγανίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγανίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγανίλα ἡ, (II) Ἀθῆν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγανιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίλα.
Σημασιολογία
Ἡ κατάστασις τοῦ μὴ γανωμένου σκεύους, ἔλλειψις γανώματος: Μωρέ, ἀγανίλα ποῦ τὴν ἔχει τὸ ταψί!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA