ἀδιαθετῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιαθετῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀδιαθετῶ λόγ. σύνηθ. ἀδιαθιτῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδιάθετος.

Σημασιολογία

Εἶμαι ἀδιάθετος, ὑπονοσῶ ἔνθ’ ἀν.: Ἀδιαθέτησα ἐχτὲς καὶ δὲ μπόρεσα νὰ πάω γιˬὰ τὴ δουλε͜ιά σου σύνηθ. Ἀδιαθέτ’σι σήμιρα οὑ γέρουντας καλὰ καθούμινα Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/