ἀγριολυθιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριολυθιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγριολυθιˬάζω ἀμάρτ. ἀγριολυτζιˬάζω Πελοπν. (Μάν.) ἀγριολυτζάζω Πελοπν. (Λάκων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀγριόλυθο.
Σημασιολογία
Κρεμῶ ἄγρια σῦκα εἰς τὰς ἐξημερωμένας συκᾶς, ἵνα ὑποβοηθήσω τὴν γονιμοποίησιν ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς τοὶς ἔχει ἀγριολυτζάσει τοὶς συκεˬὲς κ᾽ ἔχει γερὰ τὰ σῦκά του Λακων. Πβ. ἀγριόλυθο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA