ἀθεράπευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθεράπευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀθεράπευτος ἐπίθ. λόγ. συνήθ. ἀθαράπαυτους Ἤπ Μακεδ. ἀθαράπαγος Κρήτ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀθεράπευτος. Τὸ ἀθαράπαγος διὰ τὸν ἀορ. ἐθεραπάηˬκα τοῦ ρ. θαραπεύγω, δι᾽ ὃ ἰδ. θεραπεύω.
Σημασιολογία
᾿Ανίατος σύνηθ.: ’Ασθένεια-πληγὴ ἀθεράπευτη σύνηθ. Συνών. ἀγιˬάτρευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA