ἀδιˬάκλυστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬάκλυστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬάκλυστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀδκλυστος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀδκιˬάκλυστος Κύπρ. ἀδκλυγος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἀγιˬάκλυστος Πόντ. (Σινώπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬακλυστὸς<διˬακλύζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ περιχυθείς, ὁ μὴ πλυθεὶς δι᾿ ὕδατος, ἀπλυτος, ἀκαθάριστος, ἐπὶ ἀγγείων καὶ ἐνδυμάτων ἔνθ’ ἀν.: Ἔφηκεν τὲς καντῆλες ἀδκιˬάκλυστες (καντῆλες=ποτήρια) Κύπρ. Πιˬάττα ἀδκιˬάκλυστα αὐτόθ. Ἀδκλυστα λώματα (ἐνδύματα) Τραπ. Τσανάκι ἀγιˬάκλυστο Σινώπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA