ἀδιάκοπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιάκοπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀδιάκοπα ἐπίρρ. λόγ. σύνηθ. ἀδιˬάκοπα Κρήτ. ἀδιˬάκουπα Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδιάκοπος.
Σημασιολογία
Διαρκῶς, συνεχῶς, ἀδιαλείπτως ἔνθ’ ἀν.: Σοῦ τὸ κοπανάω ἀδιάκοπα, μὰ δὲν ἀκούς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἀδιάκοπα κουβαλοῦν ξύλα Σῦρ. Κουβαλοῦνε ἀδιάκοπα κρεˬάτα καὶ τρώνε Παξ. Ἀδιˬάκουπα βρέ᾿ φέτου τοὺ καλουκαίρ’ Αἰτωλ. Τοὺ νιρὸ τρέ’ ἀδιˬάκουπα ’ς τὴ βρύσ’ Χουλιαρ. || ᾎσμ. Νὰ πολεμοῦσ᾿ ἀδιˬάκοπα τσῆ Κρήτης τσοὶ τυράννους Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA