ἀγριόλωλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριόλωλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγριόλωλος ἐπίθ. Κρήτ Ρόδ. -Λεξ. Περίδ. ἀγριόλουλους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἄγριος καὶ λωλός. Πβ. τὸ ὅμοιον κατά τε τὸν σχηματισμὸν καὶ τὴν σημ. μεσν. ἐπίθ. ἀγριόμωρος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὑπερβαλλόντως παράφρων Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Ρόδ. -Λεξ. Περίδ. 2) Ὁ σφόδρα φοβισμένος, περιδεής, περίτρομος μέχρις ἀλλοφροσύνης, ἐπὶ ἀγρίου ζῴου συλλαμβανομένου Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/