ἀγριομανητὸ (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριομανητὸ (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριομανητὸ τό, (ΙΙ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀγριουμα’τὸ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μάνητα κατὰ τὰ εἰς -ητὸ λήγοντα ρηματικὰ οὐσ., οἷον βοητό, ξεφωνητὸ κττ.
Σημασιολογία
Μέγας θόρυβος, μεγάλη ταραχὴ ἔνθ’ ἀν.: Μέσα’ς ἐκεῖνο τ᾿ ἀγριομανητὸ ἔφτασε Σαρεκκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA