ἀθερίνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθερίνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀθερίνα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀθιρίνα Λυκ. (Λιβύσσ.) ’θερίνα Ἴος Πόντ. (Οἰν.) ’τερίνα Πόντ. ἀφρίνα Ἤπ. ἀθέρ’να Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀθερίνη. Ὁ τύπ. ἀφρίνα κατὰ παρετυμολ. πρὸς τὸ ἀφρὸς (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογραφ. 10 <1929> 205).

Σημασιολογία

1) Ὁ ἰχθὺς ἀθερίνη ἢ ἀθερινός, ἀθερίνη ἡ ἕψητος (atherina hepsetus) τοῦ γένους τῶν ἀθερινῶν (ahterinae) τῆς τάξεως τῶν ἀκανθοπτερυγίων (mugiloidei), ἀλλὰ καὶ ἄλλα εἴδη τοῦ αὐτοῦ γένους, ὡς atherina boyeri, atherina mochon κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) Πβ. θρίσσα, σμαρίδα, χαψί. 2) Ὁ ἰχθὺς σμαρὶς Κρήτ. Κύπρ. κ.ἀ. 3) Ἡ λεπτὴ σμαρὶς Κρήτ. 4) Μεταφ. τὸ εἰς λεπτότατα τεμάχια κομμένον κρόμμυον Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/