ἀγάνωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάνωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγάνωτος ἐπίθ. (I) κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγάνουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀγάνουτε Τσακων. ἀάνωτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γανώνω (I).
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ γανωμένος, ἤτοι ὁ μὴ ἀλειμμένος διὰ κασσιτέρου ἢ πίσσης ἢ ἄλλης τινὸς ὕλης εἰδικῆς σκευασίας, ἐπὶ σκεύους χαλκίνου καὶ γενικῶς μεταλλίνου ἢ πηλίνου κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τέντζερης ἀγάνωτος. Κουτάλα ἀγάνωτη. Τηγάνι ἀγάνωτο σύνηθ. Ἀγγε͜ιὰ ἀγάνουτα Ἤπ. Πλακὶν ἀγάνωτον (πλακὶν=χύτρα) Τραπ. Τζάπ᾿-πουλούλ᾿ ἀγάνωτον (χύτρα πήλινη-πίθος) Χαλδ.|| Παροιμ. Ἀγάνουτου κ᾿ δούν᾿ δὲν παίζ᾿ (ὁ μὴ ἔχων πλήρη τὴν κοιλίαν δὲν δύναται νὰ εὐθυμήσῃ ὡς δὲν ἠχεῖ καλῶς κώδων μὴ κασσιτερωμένος) Λέσβ. Πβ. ξεγάνωτος. β)Ὁ μὴ ἀλειμμένος διὰ λεπτοῦ στρώματος ὑδαροῦς πηλοῦ, ἐπὶ ἁλωνίου (ὅπερ ἀλείφεται δι᾿ εἰδικοῦ ὀργάνου μὲ πηλὸν ἐκ λεπτοῦ χώματος, ἵνα καταστῇ ἡ ἐπιφάνεια λεία καὶ μετὰ τὴν ἀποξήρανσιν κατάλληλος δι᾿ ἁλώνισμα) Πόντ. (Χαλδ.): Ἁλών᾿ ἀγάνωτον. 2)Ὁ μὴ ἐψιμυθιωμένος Μακεδ. (Βογατσ.) 3)Μεταφ. ἀγροῖκος, ἀμόρφωτος Πελοπν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA