ἀδιˬαλάλητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬαλάλητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬαλάλητος ἐπίθ. Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. διˬαλαλητὸς<διˬαλαλῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κηρυχθείς, ὁ περὶ οὗ δὲν ἐκηρύχθη προηγουμένως ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Ἑλλήνων καθολικῶν, ὅτι πρόκειται νὰ νυμφευθῇ: Ὁ δεῖνα εἶναι ἀκόμα ἀδιˬαλάλητος. Παντρεύτηκε ἀδιˬαλάλητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA