ἀδιˬάλεχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬάλεχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬάλεχτος ἐπίθ. Βιθυν. Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ. Σαραντάπ. κ.ἀ.) Σίφν. Σύμ. ἀδιˬάλιχτους Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀδκιˬάλεχτος Κύπρ. ἀδιˬάλεγος Χίος κ.ἀ. ἀδιˬάλιγους Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀδιˬάλεος Παξ. ἀζάλεε Τσακων. ἀδιˬάλογο τό, Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. διˬαλεχτὸς<διˬαλέγω. Ὁ τύπ. ἀδιˬάλεγος ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ διˬαλέγω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ διαλεχθείς, ὁ μὴ ὑποστὰς διαλογὴν ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαλεχθῇ ἔνθ’ ἀν.: Ἐλα͜ιὲς ἀδιˬάλεχτες Βιθυν. Σῦκα ἀδιˬάλεχτα Σύμ. Ἔχω ἀκόμα τὸ σπαρτὸ ἀδιˬάλεο Παξ. Σ᾿τάρ᾽ ἀδιˬάλιχτου Αἰτωλ. Ἀδιˬάλιχτα φασούλιˬα αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. Διˬαλέει τ’ ἀδιˬάλεχτα (ἐπὶ τοῦ ματαιοπονοῦντος) Ἤπ. || ᾎσμ. Τὸ γαϊδούρι τὸ δεμένο | τρώει χορτάρι διˬαλεμένο, τὸ γαϊδούρι τὸ λυτὸ | τρώει χορτάρι ἀδιˬάλεχτο Πελοπν. (Κορινθ. Σαραντάπ.) 2) Τὸ οὐδ. ἀδιˬάλογο οὐσ., ἡ μαστίχη ὅπως συλλέγεται πρὶν ἀκόμη καθαρισθῇ καὶ χωρισθῇ κατὰ ποιότητας Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA