ἀδιˬαλόγιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬαλόγιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιˬαλόγιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀδιˬαλόγιστους Λέσβ. ἀδιˬαλό’στους Λέσβ. Σάμ. ἀδιˬαλόιστος Κάρπ. Κῶς Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. ἀdζαλόιστος Κάλυμν.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀδιˬαλόγιστος.

Σημασιολογία

1) Ἀσυλλόγιστος, ἀπερίσκεπτος, ἀνόητος Κάρπ. Λέσβ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σάμ.: Βρέ, ἀδιˬαλόιστε, τι’ δουλε͜ιὲς εἶναι ποῦ κάνεις! Ρόδ. ᾿Επῆεν ἀδιˬαλόιστος καὶ πέρασε τὸν ποταμὸ αὐτόθ. Ἄνθρωπος ὅλως διόλου πλεˬὸ ἀdζαλόιστος Κάλυμν. Ἀδιˬαλό’στου τσιφάλ’ Λέσβ. || Παροιμ. Ἄθρουπους ἀδιˬαλόγιστους ἀτός του τσ᾿ ἀπατός του κάμει εἰς τοῦ τσιφάλι του ποῦ δὲν τὰ κάμ’ ἴχτρός του (ὁ ἄνθρωπος πάσχει δεινότατα κακὰ ἐκ τῆς ἰδίας ἐαυτοῦ ἀλογιστίας. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 322 καὶ 2, 287) αὐτόθ. Συνών. ἀδιˬαμέτρητος, ἀσυλλόγιστος. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ σκεφθῇ, ἀπρόοπτος, αἰφνίδιος Κάρπ. Κῶς Σύμ.: Φρ. Ἀδιˬαλόιστη ὥρα νὰ σ’ εὕρῃ! (ἀρὰ) Κῶς Ἀδιˬαλόιστη φουρτῖνα νὰ σ’ εὕρῃ! (ἀρὰ) Κάρπ. β) Τὸ οὐδ. οὐσ., αἰφνίδιον κακὸν Κῶς: Ἀδιˬαλόιστον νὰ σοῦ ᾿ρτῃ! (ἀρα) Πβ. ἀδιˬάλυστος 4. 3) Ἀμέτρητος, ἀναρίθμητος, πολὺς Σύμ.: Ἔφαε ἕνα ξύλο ἀδιˬαλόιστο (ἐδάρη πολύ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/