ἀδιˬάλυστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬάλυστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιˬάλυστος ἐπίθ. Ἄνδρ. Θήρ. Κύθν. Νάξ. Πάρ. Σῦρ. ἀδλυστος Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀδιˬάλυστους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀδιˬάλυτος Πελοπν. (Λακων.) ἀδιˬά’τους Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬαλυστὸς<διˬαλύνω, παρ’ ὃ καὶ διˬαλύζω. Τὸ ἀδιˬάλυτος ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀδιάλυτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ διαχωρισθείς, ὁ μὴ διακριθείς, ἐπὶ κλωστῆς νήματος, ὑφάσματος κττ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ.): Ἀδλυστον παννὶν Τραπ. 2) Ἀκτένιστος Ἄνδρ. Θήρ. Κύθν. Νάξ. Πάρ. Σῦρ.: Ἀδιˬάλυστά ’χει τὰ μαλλιˬά τ᾿ς ἀκόμα κ’ εἶναι μεσημέρι Νάξ. 3) Ἀνερμήνευτος, ἀνεξήγητος, συνήθως ἐπὶ ὀνείρων Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.): Ἀδιˬά’τα εἴνι τὰ λόγιˬα τ’ αὐτ’νοῦ Ἤπ. Ὄνειρου ἀδιˬάλ’του αὐτόθ. 4) Τὸ οὐδ. οὐσ. συνήθως κατὰ πληθ., ἀτυχήματα, κακὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ.: Μὴ τύ’ κὶ σὲ γνουρίσ’νι, κουρίτσι μ᾿, κὶ πάθουμι ἀδιˬάλυστα! Αἶν. || Φρ. Ἔπαθα τ᾿ ἀδιάλυστα ἀγν. τόπ. Πβ. ἀδιˬαλόγιστος 2 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/