ἀδιˬαμέτρητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬαμέτρητος

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀδιˬαμέτρητος ἐπίθ. Βιθυν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬαμετρητὸς<διˬαμετρῶ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ μετρημένος, ἀπερίσκεπτος, ἀσυλλόγιστος: Ἀδιαμέτρητη κιˬ ἀσυλλόγιστη. Συνών. ἀδιˬαλόγιστος, ἀσυλλόγιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/