ἀδιˬανόητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬανόητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬανόητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀδιάνουηˬτους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. διˬανοητὸς<διˬανοοῦμαι. Πβ. τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀδιανόητος.
Σημασιολογία
Ἀμέριμνος: Κοιμᾶται ἀδιˬάνουηˬτους. Συνών. ἀνέννο͜ιος, ἄνο͜ιαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA