ἀγριομάραθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριομάραθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριομάραθο τό, Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθν. Πελοπν. (Δημητσάν.) ἀgριγιˬομάραθο Κρήτ. ἀγριουμάραθου Στερελλ. (Φωκ.) ἀρκομάραθο Κύπρ. ἀγριομάλαθρο ἀγν. τόπ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀγριομάραθος ὁ, Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μάραθο.
Σημασιολογία
᾿Αγριόχορτα της τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae), ὅμοια, συγχεόμενα πρὸς ἄλληλα 1) Τοῦ γένους τοῦ νάρθηκος (ferula) νάρθηξ ἡ ναρθηκία (ferula ferulago), πιθανῶς ἡ τοῦ Θεοφρ. (6,2,7) ναρθηκία καὶ νάρθηξ ὁ κοινὸς (ferula communis) Κύθν. Κύπρ. κ.ἀ. 2) Τοῦ γένους τοῦ ἀνήθου (anethum), ἄνηθον τὸ ἄγριον (anethum segetum) Κέρκ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Συνών. ἀγριάνηθο. 3) Τοῦ γένους τοῦ μαράθου (foeniculum) μάραθον τὸ κοινὸν (foeniculum vulgare) Κεφαλλ. Συνών μάραθο. 4) ᾿Αθαμάντιος ἡ Μακεδονικὴ (athamanta Macedonica) Στερελλ. (Φωκ.) 5) Τοῦ γένους τοῦ ἄμμεως (ammi) ἄμμι τὸ γλυφίδιον (ammi visgana) ἔχον σκιάδια ἀρωματικὰ χρήσιμα ὡς ὀδοντογλυφίδες «καὶ ὀριγανίζον τῇ γεύσει» Διοσκορ. (3,63) Πελοπν. (Λάκων.) -Λεξ. Περίδ. Βυζ. Ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Αρκομάραθα τοπων. Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA